συγχωρητικός

συγχωρητικός
-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ [συγχωρῶ]
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγχωρητικός — assigning a place to . . masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικόν — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc sg συγχωρητικός assigning a place to . . neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικοί — συγχωρητικός assigning a place to . . masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικούς — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῆς — συγχωρητικός assigning a place to . . fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῶς — συγχωρητικός assigning a place to . . adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῷ — συγχωρητικός assigning a place to . . masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”