- συγχωρητικός
- -ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ [συγχωρῶ]αυτός που εύκολα συγχωρείνεοελλ.1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικότο συγχωροχάρτιαρχ.αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.επίρρ...συγχωρητικῶς Ακατά συγχώρηση.
Dictionary of Greek. 2013.